Η Νοεμβριανή Επανάσταση στην Γερμανία του 1918
________________________________________________________________________________
Η Νοεμβριανή Επανάσταση, 1918/1919 υπήρξε συνέπεια της στρατιωτικής ήττας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και έναυσμά της υπήρξε η ναυτική εξέγερση στις αρχές Νοεμβρίου 1918. Μέσα σε λίγες ημέρες μόνον η εξέγερση διαδόθηκε σε όλη την αυτοκρατορία χωρίς να συναντήσει αντίσταση από την παλαιά τάξη πραγμάτων. Εξελισσόμενη έγινε ένα μαζικό κίνημα κατά του μοναρχικού συστήματος, καθώς η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι ενώθηκαν με τον στρατό. Σ’ ολόκληρη την χώρα συγκροτήθηκαν Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών (Arbeiter- Soldatenräte, ASR)που ανέλαβαν πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που είχαν προκύψει από την διάσπαση του 1917, το Πλειοψηφικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (MSPD) και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (USPD), τέθηκαν επικεφαλής της επανάστασης. Μαζί με τα Συμβούλια, αναδείχθηκαν σε κύριους πολιτικούς παίκτες της Νοεμβριανής Επανάστασης. Στα περισσότερα Συμβούλια την πλειοψηφία είχε το MSPD.
Στις 9 Νοεμβρίου 1918, ο αυτοκρατορικός καγκελάριος πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης (Maximilian von Baden) (1867-1929), ανακοίνωσε ότι ο Αυτοκράτορας αποκήρυξε τον θρόνο του. Ο πρίγκιπας Μαξ παρέδωσε το αξίωμα του Καγκελαρίου του Ράιχ στον Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert (1871-1925), πρόεδρο του MSPD. Την ίδια ημέρα, ο Φίλιπ Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann) (MSPD, 1865-1939) ανακήρυξε την αβασίλευτη πολιτεία από ένα παράθυρο του κτιρίου του Ράιχσταγ (Reichstag). Μερικές ώρες αργότερα, ο Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht) (USPD, 1871-1919) ανακήρυξε την «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Πολιτεία». Αυτή η διπλή ανακήρυξη αβασίλευτου αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος αντανακλούσε την σύγκρουση που υπέφωσκε στην επανάσταση.
Φίλιπ Σάιντεμαν |
Συγκέντρωση εμπρός από το Ράιχσταγ, 9-11-1918 |
Καρλ Λίμπκνεχτ |
Ενώ το MSPD επιθυμούσε την σύγκληση μιας συνταγματικής εθνοσυνέλευσης χωρίς καμιά καθυστέρηση, το USPD προωθούσε την γοργή υλοποίηση των σοσιαλιστικών ιδανικών με ένα σύστημα συμβουλίων που θα έμοιαζε με τα σοβιέτ, τις ρωσικές επιτροπές του 1917. Το MSPD επιθυμούσε τα θεμελιώδη ζητήματα συνταγματικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού συστήματος, να αποφασιστούν από μια δημοκρατικά εκλεγμένη Εθνοσυνέλευση. Στην προοπτική των πολυάριθμων προκλήσεων που εγείρονταν με αφορμή την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως ο επαναπατρισμός μερικών εκατομμυρίων στρατιωτών και η τροφοδοσία της αγοράς με τρόφιμα, και υπό την απειλή να οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο πόλεμο, το MSPD επέλεξε να συνεργαστεί με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες της αυτοκρατορίας. Πάντως, μεταξύ των αξιωματικών, των δικαστών και των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης δεν υπήρξε ισχυρή αίσθηση στήριξης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της αβασίλευτης πολιτείας. Αυτή η έλλειψη δημοκρατικού φρονήματος θα βάρυνε πολύ στην τύχη της νέας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Πάντως, στις 9 Νοεμβρίου 1918, σχηματίστηκε ένα πανεθνικό «Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού» και την επόμενη ημέρα επικυρώθηκε ως προσωρινή κυβέρνηση από την Γενική Συνέλευση των Εργατών του Βερολίνου και τα Συμβούλια των Στρατιωτών. Το εξαμελές Συμβούλιο περιλάμβανε 3 αντιπροσώπους του MSPD και 3 του USPD. Είχε 2 συμπροέδρους: τον Φρίντριχ Έμπερτ (MSPD) και τον Χούγκο Χάαζε (Hugo Haase) (USPD, 1863-1919). Ρόλο-κλειδί στην επανάσταση έπαιξε ο Έμπερτ με τα δύο αξιώματά του, του Καγκελαρίου του Ράιχ και του συμπροέδρου του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων του Λαού. Με συμφωνία που συνήφθη στις 10 Νοεμβρίου 1919 με τον στρατηγό Βίλχελμ Γκρένερ (Wilhelm Groener) (1867-1939), επικεφαλής του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου (Σύμφωνο Έμπερτ-Γκρένερ), εξασφάλισε την υποστήριξη των αξιωματικών. Μεταξύ των νόμων που έφερε προς ψήφιση το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού ήταν η εισαγωγή του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες στις 12 Νοεμβρίου 1918. Το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού αποφάσισε οι εκλογές να γίνουν στις 19 Νοεμβρίου 1919.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1918, η συμμαχία μεταξύ MSPD και USPD στην προσωρινή κυβέρνηση κατέρρευσε, όταν το USPD αποσύρθηκε από το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού, λόγω διαφωνιών για την στρατιωτική εμπλοκή στην καταστολή εργατικών κινητοποιήσεων. Η σύγκρουση για την μελλοντική πορεία της επανάστασης κλιμακώθηκε στην Εξέγερση των Σπαρτακιστών του Ιανουαρίου 1919, όταν στρατεύματα της κυβέρνησης του MSPD κατέστειλαν τις εξεγέρσεις που καθοδηγούνταν από σοσιαλδημοκράτες του USPD και κομμουνιστές του KPD, με την βοήθεια των δεξιών ενόπλων του Φράικορπς (Freikorps). Στις 15 και 16 Ιανουαρίου 1919, μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης Φράικορπς δολοφόνησαν του ηγέτες του KPD Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg) (1871-1919) και Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht) (1871-1919).
Οι εκλογές της 19ης Ιανουαρίου 1919 για την Εθνοσυνέλευση σημάδεψαν την οριστική στροφή της επανάσταση προς την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, μολονότι στους επόμενους μήνες σημειώθηκαν σκληρές συγκρούσεις με την ριζοσπαστική Αριστερά, τοπικές εξεγέρσεις και ακήρυχτες απεργίες.
Το MSPD βγήκε από τις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου ως το ισχυρότερο κόμμα στην Γερμανία. Στις 6 Φεβρουαρίου, η Εθνοσυνέλευση εγκαταστάθηκε στην Βαϊμάρη, και στις 11 Φεβρουαρίου εξέλεξε τον Φρίντριχ Έμπερτ Πρόεδρο του Ράιχ. Η πρώτη κυβέρνηση του Ράιχ που θα ήταν υπόλογη στο Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση της Συμμαχίας της Βαϊμάρης όπου συμμετείχαν το Πλειοψηφικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (MSPD), το Κόμμα του Κέντρου και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP), με πρωθυπουργό τον Φίλιπ Σάιντεμαν (MSPD), ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 12 Φεβρουαρίου 1919. Τα περισσότερα Συμβούλια των Εργατών και Στρατιωτών αυτοδιαλύθηκαν ως το καλοκαίρι του 1919.
Πηγή: Reinhard Sturm, «Vom Kaiserreich zur Republik 1918/19», σε Bundeszentrale für politische Bildung (εκδ.), Informationen zur politischen Bildung (αρ. 261): Weimarer Republik. Bonn, 2003.